εθνικίστρια

εθνικίστρια
η
θηλ. του εθνικιστής (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εθνικιστής — ο (θηλ. εθνικίστρια, η) αυτός που ακολουθεί τις αρχές τού εθνικισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. nationalist). Η λ. εθνικιστής μαρτυρείται από το 1840 στον Αλεξ. Μ. Βλαστό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”